ενδατούμαι

ενδατούμαι
ἐνδατοῡμαι, -έομαι (AM)
μοιράζω, διανέμω («θείαν δύναμιν ἐνδατεῑσθαι», Ευστ.)
αρχ.
1. κατασπαράζω, κατατρώγω
2. (μτφ. κυρίως για όνομα) απαγγέλλω χωριστά για εξύβριση («δὶς τ' ἐν τελευτῇ τοὔνομ' ἐνδατούμενος καλεῑ» [το όνομα τού Πολυνείκη], Αισχ.)
3. καταριέμαι, αναθεματίζω
4. εγκωμιάζω με τη σειρά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”